- ορνεοθηρευτικός
- ὀρνεοθηρευτικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών2. έμπειρος στο κυνήγι πτηνών3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνεοθηρευτικήη τέχνη τού κυνηγιού τών πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θηρευτικός].
Dictionary of Greek. 2013.